θωπευτικός

θωπευτικός
η , ό[ν]
1) ласковый, ласкающий; 2) льстивый, угодливый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θωπευτικός" в других словарях:

  • θωπευτικός — disposed to flatter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπευτικός — ή, ό (Α θωπευτικός, ή, όν) [θωπευτής] 1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει 2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης νεοελλ. 1. τρυφερός, χαϊδευτικός 2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή τού αγγέλου θωπευτικωτέρα και τής… …   Dictionary of Greek

  • θωπευτικός — ή, ό επίρρ. ά τρυφερός, χαϊδευτικός: Θωπευτικοί λόγοι. – Την αγκάλιασε θωπευτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωπευτικά — θωπευτικός disposed to flatter neut nom/voc/acc pl θωπευτικά̱ , θωπευτικός disposed to flatter fem nom/voc/acc dual θωπευτικά̱ , θωπευτικός disposed to flatter fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπευτικώτερον — θωπευτικός disposed to flatter adverbial comp θωπευτικός disposed to flatter masc acc comp sg θωπευτικός disposed to flatter neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπευτικόν — θωπευτικός disposed to flatter masc acc sg θωπευτικός disposed to flatter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπευτικοῖς — θωπευτικός disposed to flatter masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπευτικοί — θωπευτικός disposed to flatter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπευτικούς — θωπευτικός disposed to flatter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπευτικῇ — θωπευτικός disposed to flatter fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπευτικήν — θωπευτικός disposed to flatter fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»